- πρωταπριλιάτικες
- η , ο первоапрельский;
, πρωταπριλιάτικεςο ψέμα — первоапрельская шутка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
, πρωταπριλιάτικεςο ψέμα — первоапрельская шутка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.